Το monitor έρχεται σε μια μεγάλη συσκευασία που περιλαμβάνει τη βάση δυο κομματιών, το ίδιο το panel και όλα τα απαραίτητα καλώδια που θα χρειαστεί κάποιος. Από απλό HDMI σε Display Port και από Type-C σε κανονικό USB 3.0 μέχρι ακόμα και Type-C σε Type-C. Τα τελευταία χρησιμοποιούνται τόσο για την ενεργοποίηση του USB Hub που διαθέτει όσο (το καλώδιο με Type-C και στις δυο πλευρές) για σύνδεση κάποιου notebook στην οθόνη. Το εντυπωσιακό είναι πως πέρα από την ενεργοποίηση των τεσσάρων USB 3.0 θυρών που διαθέτει, ο χρήστης επιπλέον ενεργοποιεί τη θύρα Gigabit Lan που είναι ενσωματωμένη στο monitor και επιπλέον παρέχει έως 60Watt ρεύμα στο laptop. Αυτό σημαίνει πως με ένα καλώδιο, ο χρήστης μπορεί να έχει συνδεδεμένο το laptop )με Type-C που λειτουργεί στα πρότυπα του Thunderbolt) με την οθόνη, χωρίς να χρειάζεται τροφοδοτικό και επιπλέον να έχει μόνιμη πρόσβαση σε 4 θύρες USB 3.0 και τη LAN. Εξαιρετική υλοποίηση πραγματικά, η οποία δοκιμάστηκε με ένα HP Spectre X360 και πραγματικά έλυσε τα χέρια του υπογράφοντα. Εξωτερικός δίσκος, πληκτρολόγιο/ποντίκι και LAN μόνιμα συνδεδεμένα, και με ένα καλώδιο άμεση αξιοποίηση όλων αυτών και της οθόνης, σε 4K/60fps αλλά με τις θύρες ρυθμισμένες σε ταχύτητα USB 2.0. Για USB 3.0 το bandwidth δε φτάνει και έτσι η οθόνη παίζει σε 4K/30fps. Ακόμα και έτσι, η ευκολία για το χρήστη είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή.
Βιαστήκαμε όμως, και μιλήσαμε για συνδεσμολογίες χωρίς να αναφερθούμε καθόλου για την ίδια την οθόνη. Η συναρμολόγηση των τριών τμημάτων (βάση, βραχίονας, panel) είναι εύκολη αν και χρειάζεται κατσαβίδι για να στερεωθεί ο βραχίονας στη VESA-συμβατή πλάτη του panel. Η βάση στερεώνεται με μια χειρόβιδα. Το panel διαθέτει πλήρεις δυνατότητες μετακίνησης, καθώς η βάση επιτρέπει ελεύθερη περιστροφή στον οριζόντιο άξονα (+/- 170 μοίρες), tilt από -5 έως +20 μοίρες, δυνατότητα ανύψωσης κατά 18 εκατοστά αλλά και περιστοφή 90 μοιρών στο κάθετο άξονα για θέαση σε portrait mode. Όλες αυτές οι επιλογές καθιστούν το monitor εξαιρετικά παραμετροποίηση για χρήση σε οποιοδήποτε χώρο.
Στο κάτω δεξί μέρος της οθόνης βρίσκονται τα πλήκτρα αφής που μας δίνουν πρόσβαση στο menu. Η αλήθεια είναι πως αυτά είναι το βασικότερο μειονέκτημα της οθόνης καθώς δε μεταφέρουν καμία αίσθηση στο χρήστη και η περιήγηση στο μενού είναι αρκετές φορές δύσκολή. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τα συνηθίζει κανείς, αλλά ποτέ οι ρυθμίσεις δε γίνονται άνετα. Υπάρχουν αρκετές επιλογές, κυρίως όταν δεν έχουμε ενεργοποιημένο το HDR mode. Για παράδειγμα, μπαίνοντας στο μενού smart image, έχουμε συνολικά 8 προεπιλογές ρύθμισης ανάλογα με τη χρήση (gaming, διάβασμα, ταινίες κτλ). Φυσικά έχουμε τα τυπικά ρυθμιστικά ρύθμισης εικόνας αλλά και δυνατότητα PIP/PBP για αξιοποίηση περισσότερων της μιας εισόδων εικόνας. Εκ του εργοστασίου, η οθόνη έρχεται καλιμπραρισμένη με το σχετικό χαρτί να αναφέρει πως η ομοιομορφία φωτεινότητα βρίσκεται μεταξύ 95-103% και το average Delta E είναι κάτω από 2% για sRGB χρωματική παλέτα (0,83 για την ακρίβεια). Στη πράξη, οι παρατηρήσεις μας είναι αντίστοιχες. Ο φωτισμός είναι εξαιρετικά ομοιόμορφος σε όλο το panel, τα χρώματα ζωντανά και όμορφα ενώ και οι γωνίες θέασης άριστες σε όλες τις γωνίες. Ένας από τους σημαντικούς λόγους που χρωματικά η οθόνη τα πάει εξαιρετικά είναι και το γεγονός πως το VA Panel είναι 10bit (αν και δεν είμαστε σίγουροι πως είναι καθαρό 10bit ή 8bit με FTC, αλλά μάλλον το πρώτο).
Η μέγιστη φωτεινότητα της οθόνης είναι 400 nits αλλά σε καθεστώς HDR μπορεί να φτάσει στα 600, ποσό απλά ικανοποιητικό (σε σύγκριση τουλάχιστον με τις τηλεοράσεις) για παρακολούθηση HDR περιεχομένου. Στη πραγματικότητα όμως το HDR λειτουργεί εξαιρετικά. Αλλάζοντας τη σχετική επιλογή μέσα από τα Windows και βάζοντας τη φωτεινότητα για SDR περιεχόμενο στο μέγιστο, δεν υπάρχει κανένα θέμα κατά τη χρήση του λειτουργικού και των εφαρμογών. Όλα φαίνονται όπως θα έπρεπε. Φορτώνοντας όμως YouTube και βλέποντας native HDR videos, η εικόνα είναι εξαιρετική. Ζωντανά χρώματα, έντονες αντιθέσεις και γενικότερα μια εικόνα που μαγεύει είναι κρίμα που το Netflix για να παίξει 4K χρειάζεται συγκεκριμένους επεξεργαστές, ωστόσο απολαύσαμε μπόλικο περιεχόμενο σε HDR στην οθόνη. Όσον αφορά στα παιχνίδια τώρα, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα χωρίς απαραίτητα να φταίει η οθόνη γι αυτό. Για παράδειγμα, στο Far Cry 5 είναι πραγματικά υπέροχο και μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Από την άλλη, στα Assassin’s Creed Origins/Odyssey, δε καταφέραμε μέσα από τα αντίστοιχα μενού ρυθμίσεων των παιχνιδιών να φέρουμε την εικόνα εκεί που θέλαμε, έχοντας συνήθως είτε πολύ ξεθωριασμένο είτε πολύ σκοτεινό αποτέλεσμα. Ίσως χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια από μέρους μας. Από την άλλη, στο Shadow of the Tomb Raider το HDR λειτουργεί μια χαρά, και αναδεικνύει το χαρακτήρα του παιχνιδιού με τις έντονες αντιθέσεις του φωτισμού. Απλά, σε κάθε περίπτωση, καλό είναι ο φωτισμός του χώρου να είναι μειωμένους, καθώς η όχι τόσο υψηλή μέγιστη φωτεινότητα της οθόνης (για τα δεδομένα του HDR) δυσκολεύει τη θέαση. Και κάτι τελευταίο, καλό είναι ο υποψήφιος κάτοχος να μη βασιστεί στα ενσωματωμένα ηχεία καθώς ο ήχος τους δεν ενδείκνυται και τίποτα περισσότερο από τις ειδοποιήσεις των Windows. Συνολικά, η οθόνη της Philips μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Με κόστος που βρίσκεται λίγο πάνω από τα €600, η τιμή της κρίνεται λογική για τις ευκολίες, τις τεχνολογίες και τη ποιότητα εικόνας που διαθέτει.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity