Η ποιότητα κατασκευής του Meizu MX3 είναι υψηλή, παρά τη χρήση πλαστικού. Η στιβαρότητα της συσκευής είναι εμφανής, ενώ το μπροστινό μέρος του θυμίζει iPhone 3GS, όντας ολόκληρο μαύρο, εκτός του στρογγυλού και φωτιζόμενου capacitive home button, το οποίο δε συνοδεύεται από άλλα πλήκτρα αριστερά και δεξιά του. Το glossy πλαστικό του πίσω μέρους είναι υψηλής ποιότητας, αλλά… παραμένει glossy, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την ολισθηρότητα του τηλεφώνου και την ευκολία αποτύπωσης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Όπως περίπου συνέβαινε και με το iPhone 3GS, το πίσω μέρος του MX3 είναι ελαφρώς καμπυλωμένο, γεγονός που συνεισφέρει θετικά στην εργονομία του. Το αντίθετο συμβαίνει με την τοποθέτηση του power button επάνω-δεξιά στη συσκευή, η οποία, όσο «μαζεμένη» κι αν είναι για το μέγεθός της λόγω των μικρών πλευρικών περιθωρίων, θα επωφελούνταν ιδιαίτερα από την τοποθέτηση του πλήκτρου αυτού στο δεξί μέρος της. Εδώ δε χρειαζόταν η αντιγραφή από την Apple.
Το Flyma OS είναι ένα αμάλγαμα iOS και Android, το οποίο επιχειρεί να συνδυάσει στοιχεία από τα δύο λειτουργικά, άλλοτε πετυχαίνοντας το στόχο του και άλλοτε όχι.
Σε ό,τι αφορά την οθόνη, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι ότι κάτι «δεν πάει καλά» με τον λόγο πλευρών της. Πράγματι, χρησιμοποιείται η αναλογία 15:9, η οποία καθιστά το πάνελ λιγότερο μακρόστενο σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Η πιο εμφανής διαφορά σε σχέση με τα τυπικά πάνελ εντοπίζεται κατά το browsing, όπου δίνεται μεγαλύτερο περιθώριο στις σελίδες να «αναπνεύσουν» λόγω του ελαφρώς μεγαλύτερου πλάτους. Δεδομένου ότι η ανάλυση είναι 1080 x 1800 και το μήκος της διαγωνίου της οθόνης 5,1 ίντσες, η πυκνότητα pixels είναι ιδιαίτερα υψηλή (της τάξεως των 412ppi). Η φωτεινότητα είναι χαμηλή όταν έχει ρυθμιστεί στο 50%, αλλά υψηλή στη μέγιστη τιμή της, ενώ τα χρώματα χαρακτηρίζονται από μία μουντή, ρεαλιστική χροιά και μια ελαφριά έμφαση στο μπλε, που υποδεικνύει υψηλότερη του μέσου όρου χρωματική ψυχρότητα. Το interface του Meizu MX3, το οποίο όταν αγοράζετε την συσκευή είναι το Flyme OS 3.5, χρίζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Πρόκειται για ένα αμάλγαμα iOS και Android, το οποίο επιχειρεί να συνδυάσει στοιχεία από τα δύο λειτουργικά, άλλοτε πετυχαίνοντας το στόχο του και άλλοτε όχι. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει μόνο το home button, το οποίο χρησιμοποιείται και για το κλείδωμα της οθόνης, ύστερα από παρατεταμένο πάτημα. Η έμφαση στην απλότητα τονίζεται και από το γεγονός ότι, όπως και στο iOS, δεν υπάρχει ξεχωριστός χώρος όπου είναι μαζεμένες όλες οι εφαρμογές, ώστε να έχετε στην οθόνη όσες θέλετε μόνο. Όλες εμφανίζονται στις home screens, με δυνατότητα ομαδοποίησής τους σε φακέλους, ενώ η απεγκατάστασή τους γίνεται με drag and drop προς το κάτω μέρος της οθόνης, αφού δεν υπάρχει ξεχωριστό μενού διαχείρισης των εφαρμογών. Περιλαμβάνονται κάποιες generic, αλλά χρήσιμες εφαρμογές τύπου «Ρολόι», «Σημειώσεις» κτλ, που δεν μπορούν να απεγκατασταθούν, αλλά είναι λίγες για να θεωρηθούν bloatware. Υπάρχει και ξεχωριστό App Store από την Meizu, το οποίο όμως δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Αγγλικά, οπότε θα σας χρησιμεύσει μόνο για να κατεβάσετε καινούρια themes, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και ποιότητα. Το theme που μετατρέπει τα εικονίδια της συσκευής σε ίδια με εκείνα του iOS είναι φυσικά το πιο ταιριαστό. Ο default σχεδιασμός του interface γενικότερα κρίνεται ιδιαίτερα καλαίσθητος, αφού χαρακτηρίζεται από flat σχεδιαστική φιλοσοφία και παστέλ χρώματα. Η έλλειψη ξεχωριστού πλήκτρου “back” ενίοτε μπορεί να προκαλέσει προβλήματα, παρά το γεγονός ότι στο κάτω μέρος της οθόνης εμφανίζεται ένα overlay με επιλογές για επιστροφή στην προηγούμενη οθόνη και ρυθμίσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση που το όλο σύστημα δε λειτουργεί είναι όταν βλέπετε σε πλήρη οθόνη μία εικόνα από το Play Store και δεν μπορείτε να επιστρέψετε στην αρχική σελίδα της εφαρμογής που κοιτάτε εκείνη την ώρα. Η μόνη επιλογή, τουλάχιστον από όσο καταλάβαμε, είναι να πατήσετε το home button, να βγάλετε το Play Store από τις εφαρμογές που τρέχουν αυτή τη στιγμή και να το ξανανοίξετε. Παρεμπιπτόντως, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να κάνετε swipe από το κάτω μέρος της οθόνης προς τα πάνω, αφού οι τρέχουσες εφαρμογές εμφανίζονται στην αναδυόμενη οριζόντια σειρά εικονιδίων που προκύπτει. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το gesture αυτό δεν πιάνει πάντα, με αποτέλεσμα να χρειάζεται κάποιες φορές να κάνετε swipe δύο και τρεις φορές.
Το Flyme 3.5 βασίζεται στην έκδοση 4.2.1 του Android, γεγονός που προκαλεί ακόμη περισσότερα προβλήματα, κυρίως σε ό,τι αφορά συμβατότητα με πιο πρόσφατες εφαρμογές. Για παράδειγμα, δε θα μπορείτε να κατεβάσετε το Google Camera app, το Microsoft Office Mobile, το Dead Trigger 2 και το FIFA 15 Ultimate Team, ενώ δεν εμφανίζονται καν στο Play Store εφαρμογές όπως το Google Drawings, το Google Fusion Tables και το Real Racing 3. Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν ήδη κυκλοφορήσει αναβαθμισμένες εκδόσεις του Flyme που βασίζονται στο Android 4.4.4, οι οποίες είναι ήδη διαθέσιμες στην Κίνα, αλλά και σε international εκδόσεις. Η προσπάθειά μας να περάσουμε manually την έκδοση 3.7.3 απέβη άκαρπη, αφού, από ό,τι καταλάβαμε από πολύωρη περιήγησή μας σε σχετικά forum, θα κυκλοφορήσει συγκεκριμένη έκδοση για την Ευρώπη μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό που μετράει είναι ότι η Meizu δεν άφησε το λειτουργικό της στην τύχη του και είμαστε σίγουροι ότι οι καινούριες εκδόσεις αντιμετωπίζουν πολλά από τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν.
Το αποτέλεσμα είναι μία συσκευή επιδόσεων μεσαίας κατηγορίας, που, με βάση τα benchmarks, ξεπερνάει ελαφρώς το έτερο οκταπύρηνο δέος της ελληνικής αγοράς, το Huawei Ascend G750.
Σε ό,τι αφορά το hardware της συσκευής, έχουμε να κάνουμε με το μικρό «αδερφάκι» του Exynos 5 Octa 5430 που συναντήσαμε στο Samsung Galaxy Alpha. Το Exynos 5 Octa 5410 είναι και αυτό οκταπύρηνο, με 4 πυρήνες Cortex-A15 στο 1,6GHz και άλλους 4 Cortex-A7 στο 1,2GHz. Η ακριβής ποσότητα της διαθέσιμης RAM είναι 1651MB σύμφωνα με το CPU-Z, ενώ το chip γραφικών είναι το PowerVR SGX544MP3. Το αποτέλεσμα είναι μία συσκευή επιδόσεων μεσαίας κατηγορίας, που, με βάση τα benchmarks, ξεπερνάει ελαφρώς το έτερο οκταπύρηνο Huawei Ascend G750. Δεν θα νιώσετε ότι το MX3 «πετάει», ειδικά αν την χρησιμοποιήσετε αμέσως μετά από κάποια high-end συσκευή όπως το Galaxy Alpha, όμως, από την άλλη, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσετε και κάποιο πρόβλημα ή έντονες καθυστερήσεις, αφού η όλη εμπειρία χρήσης είναι ομαλή. Για να αποκτήσετε ένα πιο συγκεκριμένο μέτρο σύγκρισης, το chipset του MX3 χρησιμοποιούταν ως ισοδύναμο του Snapdragon 600 σε μία από τις εκδόσεις του Samsung Galaxy S4. Στα παιχνίδια, σε όσα από αυτά τουλάχιστον είναι διαθέσιμα, δεν θα αντιμετωπίσετε κάποιο πρόβλημα, αφού θα τρέχουν απροβλημάτιστα σε μεσαίες ρυθμίσεις (με βάση το downgrade που κάνει το λειτουργικό στα γραφικά για να διατηρηθεί σε ανεκτά επίπεδα το frame rate). Για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα με το αρκετά απαιτητικό Asphalt 8. Η κάμερα των 8MP, η οποία προέρχεται από τη Sony, παράγει φωτογραφίες αποδεκτής ποιότητας, που χαρακτηρίζονται από ικανοποιητική απόδοση χρωμάτων και ποσότητα λεπτομέρειας, αν και μετά από λίγο ζουμάρισμα θα εντοπίσετε αρκετό θόρυβο. Αν και υποστηρίζεται, προφανώς, η δυνατότητα αυτόματης εστίασης, στην πράξη θα διαπιστώσετε ότι πολλές φορές θα χρειαστεί να εστιάσετε χειροκίνητα σε κάποιο σημείο, αφού το viewfinder θα δείχνει συνεχώς μια θολή εικόνα, κυρίως σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Η έκδοση που κυκλοφορεί στην Ελλάδα είναι εκείνη με τα 16GB αποθηκευτικού χώρου, γεγονός όχι και τόσο ευχάριστο αν αναλογιστούμε ότι υπάρχει ακόμη και έκδοση 128GB και ότι στο 16άρι δεν περιλαμβάνεται NFC. Το MX3 δεν υποστηρίζει επίσης 4G και ραδιόφωνο, με το πρώτο φυσικά να αποτελεί σημαντικότερη απώλεια. Αυτό πάντως που υπάρχει στο MX3 και δεν υπάρχει στην πλειοψηφία των smartphones, είναι καλή ποιότητα ήχου, η οποία προκύπτει λόγω της χρήσης ενός chip ήχου από την Wolfson. Αν και υπάρχει ένα μόνο ηχείο, ο ήχος είναι αρκετά πλούσιος για τα δεδομένα των smartphones, γεγονός που, σε συνδυασμό με την σχετικά μεγάλη και ποιοτική οθόνη, καθιστά το MX3 ιδανικό για θέαση multimedia περιεχομένου. Στην τελευταία περίπτωση όμως θα διαπιστώσετε ότι δεν έχετε πολύ χρόνο στη διάθεσή σας, αφού η αυτονομία που προσφέρει η μπαταρία των 2400mAh είναι μεγάλη σε κατάσταση αναμονής, αλλά μειώνεται αρκετά γρήγορα κατά τη διάρκεια βαριάς χρήσης, καθιστώντας πιθανή την ανάγκη φόρτισης στο τέλος της ημέρας. Θα πρέπει και εδώ να σημειώσουμε ότι το MX3 βασίζεται σε παλιά έκδοση του Android, που δεν διαθέτει optimizations που ευνοούν την αυτονομία, όπως συμβαίνει από την έκδοση 4.4 και πάνω, γεγονός που σημαίνει ότι μετά από το επερχόμενο update η κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί ελαφρώς.
Το Meizu MX3 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αξιόλογη συσκευή της μεσαίας κατηγορίας, γιατί τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την μείωση κόστους δεν είναι εξόφθαλμα και έχει δοθεί μεγάλη προσοχή σε αρκετά στοιχεία του σχεδιασμού της. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή έγκειται κυρίως στην παλιά έκδοση Android που υποστηρίζει “out of the box” και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια πολλών εφαρμογών, αλλά και στις υπερβολικές επεμβάσεις στο λειτουργικό σύστημα της Google, που πετυχαίνουν τον στόχο της απλοποίησης της εμπειρίας, με αρκετά όμως προβλήματα. Η αναβάθμιση στο 4.4.4 υπάρχει ήδη, οπότε, αν θέλετε μία προσιτή συσκευή μεσαίας κατηγορίας με Android skin που συνδυάζει και στοιχεία από iOS, δεν έχετε παρά να περιμένετε την εφαρμογή του update και στην ευρωπαϊκή έκδοση. Μέχρι τότε όμως δεν μπορούμε να προτείνουμε ανεπιφύλακτα το Meizu MX3, τη στιγμή που με 40 ευρώ παραπάνω μπορείτε να αποκτήσετε το πιο συμβατικό, αλλά καλύτερο στους περισσότερους τομείς LG G2.
Κοστιζει 40 ευρο παραπανω το LG G2 αν το παρεις απο ΓΕΡΜΑΝΟΣ. Αν παιξεις απο internet κοστιζει γυρω στα 60-70 ευρο λιγοτερο το meizu.
so_what ισχύει, απλά στα review σχολιάζουμε με βάση την επίσημη τιμή. Το G2 πάντως εξακολουθεί να αξίζει περισσότερο τα χρήματά του, ακόμη και 60 ευρώ ακριβότερο.