Το ίδιο το G5 έρχεται σε μια όμορφη συσκευασία που περιλαμβάνει τη συσκευή, ακουστικά, ένα φορτιστή και καλώδιο USB Type-C για φόρτιση και σύνδεση με τον υπολογιστή. Η ίδια η συσκευή σχεδιαστικά έχει εξελιχθεί αρκετά σε σχέση με τους προκατόχους της με την κυριότερη διαφοροποίηση να είναι η χρήση ποιοτικότερων υλικών και κυρίως η χρήση μεταλλικών επιφανειών. Πλέον το G5 έχει σαφώς περισσότερο premium αίσθηση στο χέρι, ενώ χάρη και στο γεγονός ότι έχει περισσότερο καμπύλες γραμμές είναι καλύτερο και στο κράτημα στο χέρι. Οι διαστάσεις του είναι αρκετά μαζεμένες για συσκευή με οθόνη 5,3’’ με το bezel δεξιά και αριστερά να είναι αρκετά περιορισμένο, ενώ πάνω και κάτω από την οθόνη να είναι το σύνηθες. Όλη η πρόσοψη είναι από γυαλί, το οποίο μάλιστα έχει μια ελαφρά κυρτότητα στο πάνω μέρος της συσκευής, ακολουθώντας το σώμα της. Το μοναδικό μη γυάλινο σημείο είναι αυτό κάτω από την οθόνη με το λογότυπο της LG, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί και το καπάκι της μπαταρίας, με το σχετικό διακόπτη απελευθέρωσής του να βρίσκεται στα αριστερά της πρόσοψης. Εδώ βρίσκεται και η σημαντικότερη σχεδιαστική προσέγγιση της LG, αφού το κάτω μέρος του τηλεφώνου αφαιρείται συρταρωτά μαζί με τη μπαταρία και στη θέση του μπορούμε να τοποθετήσουμε άλλα αξεσουάρ, τα Friends.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δυο τέτοια, το Cam Plus που, προσθέτοντας όγκο στο κάτω πίσω μέρος της συσκευής, δίνει στο χρήστη επιπλέον αυτονομία χάρη στην ενσωματωμένη μπαταρία, αλλά κυρίως προσφέρει περισσότερη ευκολία στην αξιοποίηση των καμερών του G5. Αυτό το κάνει ενσωματώνοντας φυσικά πλήκτρα για φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση καθώς και ένα «ροδάκι» που ελέγχει το ψηφιακό zoom. Το δεύτερο αξεσουάρ αφορά τους λάτρεις του ήχου, ενσωματώνοντας ένα αναβαθμισμένο DAC 32bit με δική του έξοδο ακουστικών, το οποίο προσφέρει καλύτερη επεξεργασία μουσικής και κατά συνέπεια ποιοτικότερο ήχο, αλλά πάντα μέσω της δικής του εξόδου ακουστικών. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μπαταρία που αρχικά έχει το LG G5 τοποθετείται σε κάθε ένα από τα δυο αυτά αξεσουάρ. Η όλη διαδικασία αντικατάστασης είναι εύκολη και γρήγορη, αν και προφανώς η συσκευή βγαίνει εκτός λειτουργίας αφού η μπαταρία αφαιρείται. Το πρόβλημα βέβαια έχει να κάνει με το κόστος των αξεσουάρ, το οποίο στη περίπτωση του Cam Plus βρίσκεται στα €85, τιμή που μπορεί κανείς να πει πως είναι λογική. Όσον αφορά στο HiFi Plus όπως λέγεται το DAC, τα €129 μάλλον είναι πολλά, αφού αυτά που προσφέρει θα τα εκτιμήσουν μόνο οι πραγματικοί λάτρεις της υψηλής ποιότητας ήχου στη μουσική, αρκεί να παίξει παρέα με ένα καλό σετ ακουστικών, ούτως ώστε ο χρήστης να απολαύσει τα πλεονεκτήματά του: δυνατότερο και καθαρότερο ήχο, με μείωση του ψηφιακού θορύβου και καλύτερο διαχωρισμό των μουσικών οργάνων. Το καλό με το συγκεκριμένο module πάντως είναι ότι μπορεί να συνεργαστεί και με άλλες συσκευές USB Type-C μέσω σχετικού καλωδίου και να κάνει τα ίδια πράγματα, οπότε η χρήση του δεν περιορίζεται μόνο στο G5.
Αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη τα Friends και επιστρέφοντας στο τηλέφωνο, ακριβώς πάνω από την οθόνη έχουμε τη selfie cam των 8Mpixel με f/2.0 που προέρχεται από το LG G4 και το ακουστικό, στο πάνω μέρος της συσκευής βρίσκεται η έξοδος ακουστικών, το ένα από τα δυο μικρόφωνο και η θύρα υπερύθρων ενώ στο κάτω μέρος, αυτό που αφαιρείται, υπάρχει το μονοφωνικό ηχείο, η θύρα USB Type-C και το δεύτερο μικρόφωνο. Η οθόνη που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της πρόσοψης λειτουργεί σε υπερ-υψηλή ανάλυση 2560x1440 pixel, προσφέροντας υψηλή πυκνότητα pixel. Είναι τεχνολογίας IPS, προσφέροντας άριστες γωνίες θέασης ενώ από πλευράς φωτεινότητας τα καταφέρνει εξαιρετικά, ειδικά στη περίπτωση της αυτόματης ρύθμισης, όπου το ίδιο το τηλέφωνο μπορεί να αυξήσει τη φωτεινότητα ακόμα περισσότερο όταν αντιληφθεί πως βρίσκεται κάτω από έντονο ηλιακό φως.
Χρωματικά μένουμε ικανοποιημένοι, αν και θα θέλαμε να υπάρχει κάποια ρύθμιση για τη θερμοκρασία χρώματος, ούτως ώστε ο κάθε χρήστης να φέρνει την οθόνη στα δικά του θέλω. Κάτι ακόμα που πρέπει να αναφέρουμε για την οθόνη αφορά τη λειτουργία απεικόνισης ώρας και εικονιδίων ειδοποιήσεων όταν το τηλέφωνο είναι σε κατάσταση stand by. Κάτι αντίστοιχο έχουμε δει και στα Galaxy S7/S7 Edge, όμως εδώ είναι λίγο δυσκολότερη η υλοποίηση επειδή η οθόνη είναι LCD και όχι AMOLED (που μπορεί να φωτίζει αυτόνομα το κάθε pixel). Η LG χρησιμοποιεί διαφορετικές πηγές φωτός για το πάνω και το κάτω μέρος της οθόνης και έτσι πετυχαίνει να δείχνει τα παραπάνω στοιχεία χωρίς να χρειάζεται να φωτίζει ολόκληρη την οθόνη, εξοικονομώντας έτσι ενέργεια.
Σε αντίθεση με όλους του προκατόχους του, τα πλήκτρα ελέγχου της έντασης ήχου βρίσκονται στο πλάι και όχι στηn πλάτη της συσκευής, ωστόσο στη μεταλλική πλέον πλάτη έχει παραμείνει το power button (το οποίο εξέχει ελαφρώς από το σώμα). Αυτό είναι αρκετά αλλαγμένο σε σχέση με το παρελθόν καθώς πλέον ενσωματώνει και λειτουργία ανάγνωσης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Στο σημείο που βρίσκεται πάντως, μόνο ο δείκτης από τα δάχτυλα μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα και γρήγορα, με την ταχύτητα αναγνώρισης να είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητική, ωστόσο δε λειτουργεί πάντα το ίδιο καλά στο να αναγνωρίσει το αποτύπωμα. Πάνω από το power button έχουμε τις δυο -πλέον- κάμερες, οι οποίες βρίσκονται τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, έχοντας ανάμεσά τους το led flash και το laser focus. Η μια κάμερα πρακτικά είναι ίδια με αυτή του LG G4, με τη δεύτερη να είναι μια wide με εύρος λήψης 135 μοίρες, αισθητήρα 8Mpixel και σταθερή εστίαση.
Η τριπλέτα των καμερών ελέγχεται από μια αρκετά ανανεωμένη εφαρμογή που προσφέρει μπόλικες λειτουργίες. Για τους περισσότερο απαιτητικούς υπάρχει δυνατότητα για φωτογράφιση με χειροκίνητες ρυθμίσεις (ISO, ταχύτητα κλείστρου, ισορροπία λευκού) και αποθήκευση σε raw. Μπορεί κανείς να αξιοποιήσει ταυτόχρονα και τις τρείς κάμερες με την αντίστοιχη λειτουργία που απαθανατίζει ταυτόχρονα και με τους τρεις φακούς, ενώνοντας το αποτέλεσμα σε μια λήψη. Ξεχωριστή είναι ακόμα η λειτουργία «ανάδυσης» όπως τη λέει η LG, η οποία αξιοποιεί ταυτόχρονα τις δυο πίσω κάμερες, παίρνοντας μια εικόνα που στο κέντρο της βρίσκεται η λήψη της βασικής κάμερας των 16MPixel και γύρω της βρίσκεται η λήψη της wide cameras. Στη περίπτωση αυτή μάλιστα μπορούμε να αξιοποιήσουμε μια σειρά από φίλτρα για τη wide λήψη, συνθέτοντας στο τέλος μια ξεχωριστή φωτογραφία. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα λειτουργία αφορά στη χρήση του ψηφιακού zoom, το οποίο λαμβάνει υπόψιν και τις δυο κάμερες, οπότε αλλάζοντάς το, μπορούμε να κάνουμε αρχικά ψηφιακό zoom στη wide λήψη (η οποία άλλωστε δείχνει τα πάντα πιο μακριά) και zoomάροντας να γυρίσουμε στην κανονική κάμερα. Όλα τα παραπάνω μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο και κατά τη βιντεοσκόπηση σε αναλύσεις έως 1080p, με την UHD να είναι διαθέσιμη μόνο κατά τη χρήση μιας κάμερας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το frame rate περιορίζεται στα 30fps με εξαίρεση το slow motion mode των 120fps σε 720p (με την ποιότητα εικόνας σε αυτό το mode να μην είναι ιδιαίτερα καλή). Αν μη τι άλλο, από πλευράς λειτουργιών το LG G5 έχει μπόλικες, αλλά τι γίνεται με τη ποιότητα της εικόνας. Με τον αισθητήρα και τον φακό της βασικής κάμερας να προέρχονται αυτούσια από το G4, το αποτέλεσμα δε μπορεί παρά να είναι πολύ καλό. Οι βελτιώσεις στο software που έχει κάνει η LG δίνουν κάποιους επιπλέον πόντους με τη κάμερα του G5 να είναι συνολικά καλύτερη και να συγκρίνεται εύκολα με αυτή των S7/S7 Edge. Γενικά η κάμερα δε θα αφήσει κανένα παραπονεμένο αν και σε χαμηλό φωτισμό οι συσκευές της Samsung έχουν μια μικρή υπεροχή λόγω φωτεινότερου φακού και μεγαλύτερων pixel. Η δεύτερη, wide, κάμερα, μάλλον απογοητεύει με την ποιότητά της και η χρησιμότητάς της βρίσκεται μόνο σε ειδικές καταστάσεις όπου θέλουμε να φωτογραφίσουμε κάτι που δεν χωράει στο εύρος της βασικής. Μπόλικος θόρυβος, σταθερή εστίαση και ελαφρά παραμόρφωση στις γωνίες είναι τα βασικά μειονεκτήματα. Σίγουρα ο συνδυασμός των δυο μπορεί να δώσεις μερικές ξεχωριστές φωτογραφίες, ενώ η γωνία μεγάλου εύρους υποκαθιστά τις διάφορες action cameras, ωστόσο το G5 δεν είναι αδιάβροχο και έτσι δε μπορεί να πάει όπου πάει μια action camera. Όσον αφορά στη μπροστινή, selfie cam, αυτή τα καταφέρνει πολύ καλά και μπορεί να γίνει αγαπημένος φίλος όσον αρέσκονται να βγάζουν τέτοιες φωτογραφίες.
Πηγαίνοντας τώρα στα ενδότερα, το G5 έρχεται με κορυφαίο hardware ούτως ώστε να προσφέρει υψηλές επιδόσεις. Ο κορυφαίος Snapdragon 820 παρέα με 4GB μνήμης βοηθάνε ώστε το Android 6 (με το αρκετά ελαφρύ και ξεκούραστο skin της LG χωρίς app drawer) να τρέχει απροβλημάτιστα. Γενικά δεν παρατηρήσαμε καθυστερήσεις και lag σχεδόν ποτέ, η εναλλαγή εφαρμογών γίνεται αστραπιαία, η κάμερα φορτώνει και αποθηκεύει με ελάχιστες καθυστερήσεις και τα games παίζουν όπως θα έπρεπε. Θα θέλαμε πάντως να είχαμε ελαφρώς μεγαλύτερη αυτονομία, καθώς το τηλέφωνο δύσκολα ξεπερνά τη 1-1,5 μέρα χρήσης, αλλά σε γενικές γραμμές είμαστε ικανοποιημένοι από την εμπειρία χρήσης.
Το LG G5 είναι μια διαφορετική πρόταση στην αγορά των smartphones και όταν η LG το παρουσίασε, είπα σε συναδέλφους και φίλους ότι πραγματικά αξίζουν συγχαρητήρια στην εταιρεία για την τύπου modular προσέγγισή της. Η δυνατότητα αλλαγής τμημάτων του για προσθήκη ή βελτίωση λειτουργιών είναι αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση που αξίζει προσοχής. Προς το παρόν βέβαια υπάρχουν μόνο τα δυο περιφερειακά που αναφέραμε νωρίτερα, καθώς τα άλλα δυο friends είναι μια ασύρματη 360 κάμερα και ένα ενσύρματο VR headset με ενσωματωμένη οθόνη. Είναι περιφερειακά για το LG G5, αλλά δεν είναι modular τμήματα. Από εδώ και πέρα το θέμα είναι αν αυτή η προσέγγιση της LG θα συνεχιστεί με άλλα add-on για το G5, αν θα συνεχιστεί με άλλα μοντέλα πλην του G5 και φυσικά αν ήρθε για να μείνει ή είναι απλά μια δοκιμή της LG για να διαφοροποιηθεί από τους υπολοίπους και αν δε πάει όπως το είχε φανταστεί η εταιρεία, θα μπει στο ράφι. Από εκεί και πέρα το τηλέφωνο είναι μια πλήρης συσκευή που κάνει τα πάντα πολύ καλά. Όμορφη σχεδίαση, καλά υλικά, εξαιρετική οθόνη, καλές κάμερες με γρήγορο focus, wide camera για ειδικές καταστάσεις, ωραία αίσθηση στο χέρι. Η τιμή πάλι είναι, επισήμως, χαμηλότερη από αυτή του S7 Edge και αντίστοιχη με αυτή του απλού S7. Είναι βέβαια ακριβότερο από το G4 όταν αυτό λανσαρίστηκε με τα €700 να είναι πολλά χρήματα. Ο παράγοντας τιμή είναι αν μη τι άλλο ιδιαίτερα σημαντικός γιατί εν τέλει, το LG G5 συγκρίνεται με αντίστοιχου κόστους συσκευές όπως για παράδειγμα το S7. Το ποιο θα επιλέξει κανείς έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες με το καθένα να έχει τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να αναφέρουμε κάτι που συμβαίνει πάντα με τα τηλέφωνα της LG στην Ελλάδα και αφορά το κόστος απόκτησης από μη επίσημους εμπόρους. Αυτή τη στιγμή το G5 μπορεί να το αποκτήσει κανείς από τα γνωστά skroutzομάγαζα με κάτι λιγότερο από €450. Μιλάμε για διαφορά της τάξης των €250 από την επίσημη τιμή, 10 μέρες μετά το επίσημο λανσάρισμα. Με αυτά τα χρήματα, το G5 είναι μια εξαιρετική πρόταση και δεν χρειάζεται καμία σκέψη για να το αποκτήσει κάποιος. Απλά εξακολουθεί να μας κάνει εντύπωση αυτό που συμβαίνει με τα λανσαρίσματα της εταιρείας και γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ επίσημων και μη επίσημων καναλιών πώλησης ταυτόχρονα με το λανσάρισμα...
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity