Αυτό που δεν αλλάζει με τίποτα λοιπόν είναι το μεγαλύτερο “στραβό” του Devil May Cry 4: ο οκνηρός σχεδιασμός του ίδιου του campaign.
Σε τεχνικούς όρους, όχι και τόσο. Η διαφορά στα γραφικά είναι αναμενόμενα μικρή, αλλά, ταυτόχρονα, κανείς δεν θα παραπονεθεί από το αποτέλεσμα που μένει σταθερά σε 1080p60, δηλαδή στο, δεδομένων των περιστάσεων, ιδανικό. Από εκεί και πέρα τα in-game cut-scenes φαίνονται να στέκονται καλύτερα, ή μάλλον να επωφελούνται περισσότερο, σε σχέση με την ίδια τη δράση, από τις προβλέψιμες και αυτονόητες τεχνικές βελτιώσεις. Το κακό με την κατάσταση αυτή είναι πως δίνει πάτημα στον οποιονδήποτε να υποθέσει ότι αν δεν έχει γίνει δουλειά για την ουσιαστική βελτίωση των γραφικών, δύσκολο να έχει γίνει σε οτιδήποτε άλλο. Σε αυτό τουλάχιστον θα κάνει λάθος όποιος πέσει στην παγίδα. Ναι, το Devil May Cry 4: Special Edition εξακολουθεί να λέει την ιστορία του Nero, μιας πιο εφηβικής εκδοχής του Dante, κατά κάποιον τρόπο έστω, που χάρη στο δαιμονικό του χέρι που μαθαίνουμε να αποκαλούμε Devil Bringer, μπορεί να "δουλέψει" τους εχθρούς από απόσταση και με διαφορετικό τρόπο από τον Dante. Ο τελευταίος εμφανίζεται στη μέση του παιχνιδιού και φέρνει μαζί τους τα πολλαπλά styles μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέξει ο παίκτης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και την αισθητική του. Και οι δύο πάντως δεν ξεχνούν τα ξίφη και τα πυροβόλα όπλα, ούτε βέβαια και το Style system που ξεχωρίζει τα "παιδιά" από τους "μεγάλους". Στην Special Edition όμως αυτό το ζεύγος είναι μόνο η αρχή. Και ευτυχώς. Οι παίκτες έχουν πρόσβαση και σε εναλλακτικούς χαρακτήρες, έστω και αν δεν μπορούν να τους συνδυάσουν όπως θέλουν. Αν λοιπόν ξεφύγουμε από Nero/Dante, μπορούμε να παίξουμε με Lady/Triss ή, από την αρχή έως το τέλος, με Vergil.
Συνεπώς οι παίκτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν 3 διαφορετικά fighting styles, να μάθουν νέα combos, να υιοθετήσουν νέες τακτικές σε γνώριμο περιβάλλον. Η ποικιλία λοιπόν προέρχεται από τις επιπλέον αυτές επιλογές. Ο Vergil “χορεύει” χρησιμοποιώντας teleport και αφήνοντας στην άκρη τα πυροβόλα όπλα. Στα κατάλληλα χέρια, όταν ο παίκτης είναι “in the zone”, το αποτέλεσμα είναι χάρμα οφθαλμών. Ανάλογα ευέλικτη είναι και η Triss. Η πραγματικά νέα προσθήκη όμως είναι η Lady που προτιμά να ρίχνει βλήματα παρά χαστούκια, είναι αργή, μετρημένη και απαιτητική από τον παίκτη, χάρη στην έντονη διαφορετικότητά της στην πράξη. Με μπαζούκα και χειροβομβίδες ως βασικά όπλα, είναι ο πιο “δύσκολος” και δύστροπος χαρακτήρας, άρα, αυτομάτως, νέα πρόκληση για έμπειρα χέρια. Η Capcom τουλάχιστον προσπαθεί να προσφέρει επιλογές αντί για εμπόδια. Ο κάθε συνδυασμός χαρακτήρων αντιστοιχεί και σε διαφορετικό campaign.
Σε τεχνικούς όρους, όχι και τόσο. Η διαφορά στα γραφικά είναι αναμενόμενα μικρή, αλλά, ταυτόχρονα, κανείς δεν θα παραπονεθεί από το αποτέλεσμα που μένει σταθερά σε 1080p60, δηλαδή στο, δεδομένων των περιστάσεων, ιδανικό.
Η ενασχόληση με το ένα δεν αποκλείει την εμβόλιμη ενασχόληση με το άλλο, ανάλογα με την όρεξη του παίκτη. Μπορεί λοιπόν να παίζει, σε δόσεις, και τα τρία, χωρίς να χρειαστεί να ολοκληρώσει πρώτα το ένα ή το άλλο. Βέβαια το ίδιο το campaign είναι ακριβώς ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις. Το μόνο που αλλάζει είναι το αρχικό και το τελικό cut-scene που είναι νέες προσθήκες σε σχέση με την πρωτότυπη έκδοση. Αυτό που δεν αλλάζει με τίποτα λοιπόν είναι το μεγαλύτερο “στραβό” του Devil May Cry 4: ο οκνηρός σχεδιασμός του ίδιου του campaign. Φτάνουμε στη μέση του παιχνιδιού για να μάθουμε ότι πρέπει να κάνουμε την ίδια διαδρομή προς τα πίσω, με μόνη παρηγοριά την αλλαγή χαρακτήρα, άρα και fighting style (με εξαίρεση την περίπτωση του Vergil που το πιάνει μονορούφι). Τα αρχικά εξαιρετικά boss fights χάνουν βαρύτητα και αίγλη όταν παρουσιάζονται κατ’ επανάληψη, πάλι με την ελπίδα ότι το διαφορετικό style επιβάλλει διαφορετική τακτική και αυτό από μόνο του φτάνει για να μην πιστέψει κανείς ότι κάνει, ξανά, το ίδιο πράγμα.Για τους πιο περιπετειώδεις προστίθεται το Turbo Mode ώστε όλα να γίνονται κατά 20% γρηγορότερα, αλλά και το Legendary Dark Knight Mode. Το τελευταίο υπήρχε στην έκδοση του Devil May Cry 4 για PC, το βλέπουμε πρώτη φορά όμως σε κονσόλες. Εδώ η δυσκολία ανεβαίνει και το πλήθος των εχθρών μπορεί να φτάσει και σε αστεία επίπεδα, ώστε να δοκιμάσετε τόσο τις ικανότητές όσο και την παράνοιά σας. Επίσης για πρώτη φορά περιλαμβάνεται, πέραν του αγγλικού voice over, και το φρεσκοηχογραφημένο ιαπωνικό, για να καλυφθούν κάποιες ευαισθησίες ακόμη.
Το Devil May Cry 4: Special Edition δεν κάνει κάτι αναπάντεχο σε τεχνικό επίπεδο, προσθέτει ευχάριστους αντιπερισπασμούς με την ελπίδα ότι θα αποτελέσουν το χαλί κάτω από το οποίο θα κρυφτούν τα εγγενή ελαττώματά του. Δεν είναι ο καλύτερος τίτλος της σειράς, ούτε και θα γίνει. Είναι όμως μια γεύση από το παρελθόν του franchise, σε νέα συστήματα αυτήν τη φορά, που έρχεται κυρίως για να γίνει το χατίρι σε εκείνους που μισούν παθολογικά το DmC και την μετέπειτα βελτιωμένη του έκδοση. Εμείς προτιμούμε το τελευταίο. Αλλά και η επαναφορά μερικών αναμνήσεων ακόμη δεν βλάπτει. Εκτός αν απλά φορτώσουμε ξανά το Devil May Cry 3 για να διαγραφεί από το μυαλό κάθε σχετικό debate.
H εμπειρία παραμένει η ίδια, αλλά για όσους δεν έχουν ασχοληθεί, το προτείνω ανεπιφύλακτα! Τα σπάει!